- αεροφύσημα
- το, -ατοςφύσημα αέρα: Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας (Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροφύσημα — και αγεροφύσημα, το φύσημα, η πνοή τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φύσημα < φυσώ η λ. πλάστηκε από τον Ιούλιο Τυπάλδο] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek